- σεισμός
- ο землетрясение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σεισμός — shaking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… … Dictionary of Greek
σεισμός — ο 1. δόνηση της γης: Ηφαιστειογενής σεισμός. – Επίκεντρο του σεισμού. 2. σείσιμο, κούνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεισμοῖο — σεισμός shaking masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοῖς — σεισμός shaking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοῖσι — σεισμός shaking masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοῖσιν — σεισμός shaking masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοί — σεισμός shaking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοῦ — σεισμός shaking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμούς — σεισμός shaking masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμῶν — σεισμός shaking masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)